Each entry includes all the occurrences of that Greek word in the Byzantine Textform 2005/2010 and a very literal translation of it.
Π π G3802 Pi pie (P p)
προβεβηκότες . προβεβηκυῖα . προβιβάζω . προβιβασθεῖσα . προβλέπω . προβλεψαμένου . προγεγονότων . προγεγραμμένοι . προγίνομαι . προγινώσκοντες . προγινώσκοντές . προγινώσκω . προγνώσει . πρόγνωσιν . πρόγνωσις . προγόνοις . πρόγονος . προγόνων . προγράφω . πρόδηλα . πρόδηλά . πρόδηλοί . πρόδηλον . πρόδηλος . προδίδωμι . προδόται . προδότης . προδραμὼν . πρόδρομος . προεβίβασαν . προέγνω . προεγνωσμένου . προεγράφη . προέγραψα . προέδραμεν . προέδωκεν . προεθέμην . προέθετο . προεῖδον . προείδω . προείπαμεν . προεῖπε . προεῖπεν . προείπομεν . προεῖπον . προείρηκα . προειρήκαμεν . προείρηκεν . προειρηκέναι . προειρημένων . προείρηται . προέκοπτεν . προέκοπτον . προέκοψεν . προέλαβεν . προελέγομεν . προελεύσεται . προελθόντες . προελθὼν . προέλθωσιν . προελπίζω . προενάρχομαι . προενήρξασθε . προενήρξατο . προεπαγγέλλομαι . προεπαγγέλλω . προέπεμπον . προεπηγγείλατο . προεπηγγελμένην . προέπω . προερέω . προέρχομαι . προεστῶτες . προέτειναν . προέτεινεν . προετοιμάζω . προευαγγελίζομαι . προευηγγελίσατο . προεφήτευον . προεφητεύσαμεν . προεφήτευσαν . προεφήτευσεν . προέφθασεν . προεχειρίσατό . προέχομαι . προεχόμεθα . προέω . προεωρακότες . προήγαγον . προῆγεν . προηγέομαι . προηγούμενοι . προηκούσατε . προῆλθον . προηλπικότας . προημαρτηκόσιν . προημαρτηκότων . προήρηται . προήρχετο . προῃτιασάμεθα . προητοίμασεν . προθέσει . προθέσεως . πρόθεσιν . πρόθεσις . προθέσμια . προθεσμίας . προθυμία . προθυμίαν . προθυμίας . πρόθυμον . πρόθυμος . προθύμως . προϊδοῦσα . προϊδὼν . πρόϊμον . πρόϊμος . προϊστάμενοι . προϊστάμενον . προϊστάμενος . προϊσταμένους . προΐστασθαι . προΐστημι . προκαλέομαι . προκαλεω . προκαλούμενοι . προκαταγγείλαντας . προκαταγγέλλω . προκαταρτίζω . προκαταρτίσωσι . προκαταρτίσωσιν . προκατήγγειλαν . προκατήγγειλεν . προκατηγγελμένην . πρόκειμαι . προκειμένης . προκείμενον . πρόκεινται . πρόκειται . προκεκηρυγμένον . προκεκυρωμένην . προκεχειρισμένον . προκεχειροτονημένοι . προκεχειροτονημένοις . προκηρύξαντος . προκηρύσσω . προκοπή . προκοπὴ . προκοπὴν . προκόπτω . προκόψουσιν . πρόκριμα . προκρίματος . προκυρόω . προλαμβάνει . προλαμβάνω . προλέγω . προλημφθῇ . προληφθῇ . προμαρτύρομαι . προμαρτυρόμενον . προμελετᾶν . προμελετᾷν . προμελετάω . προμεριμνᾶτε . προμεριμνάω . προνοεῖ . προνοεῖται . προνοέω . πρόνοια . πρόνοιαν . προνοίας . προνοοῦμεν . προνοούμενοι . προνοοῦμενοι . προοράω . προορίζω . προορίσας . προορισθέντες . προορώμην . προπαθόντες . προπάσχω . προπάτορα . προπάτωρ . προπεμπόντων . προπέμπω . προπεμφθέντες . προπεμφθῆναι . προπέμψας . προπέμψατε . προπέμψητε . πρόπεμψον . προπετεῖς . προπετὲς . προπετής . προπορεύομαι . προπορεύσῃ . προπορεύσονται . πρός . πρὸς . προσάββατον . προσάγαγε . προσαγαγεῖν . προσαγάγῃ . προσαγαγόντες . προσάγειν . προσαγορευθεὶς . προσαγορεύω . προσάγω . προσαγωγή . προσαγωγὴν . προσαιτέω . προσαίτης . προσαιτῶν

 

Home Page of the Modern Literal Version.


ModernLiteralVersion.org © Copyright by G. Allen Walker for the MLV Team, all rights reserved.
Modern Literal Version, © Copyright by G. Allen Walker for the MLV Team, see copyright information inside the book.
The New Koine Greek Textbook Series 1-5 (so far) © Copyright by G. Allen Walker for the MLV Team, see copyright information inside the book.

The glory is for God!
Jesus is Lord of all.