Each entry includes all the occurrences of that Greek word in the Byzantine Textform 2005/2010 and a very literal translation of it.
Μ μ G3092 Mu mew (M m)
μάχαι . μαχαίρᾳ . μάχαιρα . μάχαιραι . μάχαιραν . μάχαιράν . μαχαίρας . μαχαίρῃ . μαχαίρης . μαχαιρῶν . μάχας . μάχεσθαι . μάχεσθε . μάχη . μάχομαι . μαχομένοις . μβ . με . μέ . μὲ . μέγα . μεγάλα . μεγάλαι . μεγάλαις . μεγάλας . μεγαλαυχεῖ . μεγάλαυχεῖ . μεγαλαυχέω . μεγαλεῖα . μεγάλεῖα . μεγαλεῖος . μεγαλειότης . μεγαλειότητα . μεγαλειότητι . μεγαλειότητος . μεγάλη . μεγάλῃ . μεγάλην . μέγαλην . μεγάλης . μεγάλοι . μεγάλοις . μεγαλοπρεπής . μεγαλοπρεποῦς . μεγάλου . μεγάλους . μεγαλύνει . μεγαλυνθῆναι . μεγαλυνθήσεται . μεγαλυνόντων . μεγαλύνουσι . μεγαλύνουσιν . μεγαλύνω . μεγάλῳ . μεγάλων . μεγάλως . μεγαλωσύνη . μεγαλωσύνης . μέγαν . μέγας . μέγεθος . μέγιστα . μεγιστάν . μεγιστᾶνες . μεγιστᾶσιν . μέγιστος . μεθ' . μέθαι . μέθαις . μεθερμηνεύεται . μεθερμηνευόμενον . μεθερμηνευόμενος . μεθερμηνεύω . μέθη . μέθῃ . μεθιστάναι . μεθιστάνειν . μεθιστάνω . μεθίστημι . μεθοδεία . μεθοδείαν . μεθοδείας . μεθοδίαν . μεθοδίας . μεθόρια . μεθόριον . μεθόριος . μεθύει . μεθυόντων . μεθύουσαν . μεθύουσιν . μεθυσθῶσιν . μεθύσκεσθαι . μεθύσκεσθε . μεθυσκόμενοι . μεθύσκω . μέθυσοι . μέθυσος . μεθύω . μείγνυμι . μεῖζον . μεῖζόν . μείζονα . μείζονας . μείζονες . μείζονος . μειζοτέραν . μειζότερος . μείζω . μείζων . μεῖζών . μεῖναι . μείναντες . μεὶναντες . μείνατε . μείνῃ . μείνητε . μεῖνον . μείνωσιν . μέλαιναν . μέλαν . μέλανι . μέλανος . μέλας . Μελεὰ . Μελεᾶ . Μελεάς . Μελεᾶς . μέλει . Μελελεὴλ . μέλεσιν . μέλεσίν . μελέτα . μελετᾶτε . μελετάω . μελέτω . μέλη . μέλι . μελίσσιος . μελισσίου . Μελίτη . Μελιτήνη . μέλλει . μὲλλει . μελλείν . μέλλειν . μέλλεις . μέλλετε . μέλλῃ . μελλήσετε . μελλήσω . μέλλομεν . μέλλον . μέλλοντα . μέλλοντά . μέλλοντας . μέλλοντες . μέλλοντές . μέλλοντι . μέλλοντος . μελλόντων . μέλλουσαν . μελλούσης . μέλλουσιν . μέλλω . μέλλων . μέλος . Μελχεὶ . Μελχί . Μελχὶ . Μελχισεδέκ . Μελχισεδὲκ . Μελχισέδεκ . μέλω . μελῶν . μεμαθηκώς . μεμαρτύρηκα . μεμαρτύρηκας . μεμαρτύρηκε . μεμαρτύρηκεν . μεμαρτύρηται . μεμβράνα . μεμβράνας . μεμενήκεισαν . μεμέρικεν . μεμερίσται . μεμέρισται . μεμεστωμένοι . μεμιαμμένοις . μεμίανται . μεμιασμένοις . μεμιγμένα . μεμιγμένην . μεμιγμένον . μεμισήκασιν . μεμίσηκεν . μεμισημένου . μεμνημένος . μέμνησθε . μεμνηστευμένῃ . μεμνηστευμένην . μεμονωμένη . μεμύημαι . μέμφεται . μέμφομαι . μεμφόμενος . μεμψίμοιροι . μεμψίμοιρος . μέν . μὲν . Μενὰμ . μένε . μενεῖ . μένει . μένειν . μένεις . μενεῖτε . μένετε . μενέτω . μένῃ . μένητε . Μεννά . Μεννὰ . μένομεν . μένον . μένοντα . μένοντος . μενοῦν . μενοῦνγε . μένουσαν . μένουσιν . μέντοι . μενῶ . μένω . μένων . μέρει . μέρη . μερίδα . μερίδος . μερίζω . μεριμνᾷ . μέριμνα . μέριμναι . μερίμναις . μέριμναν . μεριμνᾷς . μεριμνᾶτε . μεριμνάω . μεριμνήσει . μεριμνήσητε . μεριμνῶν . μεριμνῶσι . μεριμνῶσιν . μερίς . μερὶς . μερίσασθαι . μερισθεῖσα . μερισθῇ . μερισμοῖς . μερισμός . μερισμοῦ . μεριστὴν . μεριστής . μέρος . μέρους . μεσημβρία . μεσημβρίαν . μέσης . Μεσίαν . Μεσίας . μεσιτεύω . μεσίτῃ

 

Home Page of the Modern Literal Version.


ModernLiteralVersion.org © Copyright by G. Allen Walker for the MLV Team, all rights reserved.
Modern Literal Version, © Copyright by G. Allen Walker for the MLV Team, see copyright information inside the book.
The New Koine Greek Textbook Series 1-5 (so far) © Copyright by G. Allen Walker for the MLV Team, see copyright information inside the book.

The glory is for God!
Jesus is Lord of all.