Each entry includes all the occurrences of that Greek word in the Byzantine Textform 2005/2010 and a very literal translation of it.
Κ κ G2504 Kappa cap-ah (K k)
κατέχεεν . κατέχειν . κατέχετε . κατέχον . κατέχοντες . κατεχόντων . κατέχουσιν . κατέχω . κατέχωμεν . κατέχων . κατήγαγον . κατηγγείλαμεν . κατήγγειλαν . κατηγγέλη . κατήγγελλον . κατηγορεῖν . κατηγορεῖσθαι . κατηγορεῖται . κατηγορεῖτε . κατηγορείτωσαν . κατηγορέω . κατηγορῆσαι . κατηγορήσουσιν . κατηγορήσω . κατηγορήσωσιν . κατηγορία . κατηγορίᾳ . κατηγορίαν . κατήγοροι . κατήγοροί . κατηγόροις . κατήγορος . κατηγοροῦμεν . κατηγορούμενος . κατηγόρουν . κατηγοροῦντες . κατηγορούντων . κατηγόρους . κατηγοροῦσιν . κατηγοροῦσίν . κατηγορῶν . κατηγωνίσαντο . κατήγωρ . κατήλθαμεν . κατῆλθεν . κατῆλθέν . κατήλθομεν . κατῆλθον . κατηλλάγημεν . κατήνεγκα . κατήντηκεν . κατηντήσαμεν . κατήντησαν . κατήντησεν . κατηξιώθησαν . κατηραμένοι . κατηράσω . κατηργάσατο . κατηργήθημεν . κατηργήθητε . κατήργηκα . κατήργηται . κατηριθμημένος . κατηρτίσθαι . κατηρτισμένα . κατηρτισμένοι . κατηρτισμένος . κατηρτίσω . κατῃσχύνθην . κατῃσχύνοντο . κατηυλόγει . κατήφεια . κατήφειαν . κατηχέω . κατηχήθης . κατηχήθησαν . κατηχημένος . κατήχηνται . κατηχήσω . κατήχθημεν . κατηχούμενος . κατηχοῦντι . κατιόω . κατίσχυον . κατισχύσητε . κατισχύσουσιν . κατισχύω . κατίωται . κατοικεῖ . κατοικεῖν . κατοικεῖς . κατοικεῖτε . κατοικέω . κατοικῆσαι . κατοικήσαντι . κατοικήσας . κατοίκησιν . κατοίκησις . κατοικητήριον . κατοικία . κατοικίας . κατοικίζω . κατοικοῦντας . κατοικοῦντες . κατοικοῦντι . κατοικούντων . κατοικοῦσιν . κατοικῶν . κατοπτρίζομαι . κατοπτριζόμενοι . κατόρθωμα . κατορθωμάτων . κάτω . κατῴκησεν . κατῴκισεν . κατώτερα . κατώτερος . κατωτέρω . Καῦδα . καυθήσομαι . καυθήσωμαι . καῦμα . καυματίζω . καυματίσαι . καῦσιν . καῦσις . καυσούμενα . καυσόω . καυστηριάζω . καύσων . καύσωνα . καύσωνι . καυτηριάζω . καυχάομαι . καυχᾶσαι . καυχᾶσθαι . καυχᾶσθε . καυχάσθω . καύχημα . καύχημά . καυχήματος . καυχήσασθαι . καυχήσεως . καυχήσηται . καύχησιν . καύχησις . καυχήσομαι . καυχησόμεθα . καυχήσωμαι . καυχήσωνται . καυχῶμαι . καυχώμεθα . καυχώμενοι . καυχώμενος . καυχωμένους . καυχῶνται . Καφαρναούμ . Καφαρναοὺμ . κδ . Κεγχρεαί . Κεγχρεαῖς . Κέδρου . Κεδρών . Κεδρὼν . Κέδρων . κεῖμαι . κείμεθα . κείμενα . κείμεναι . κειμένη . κειμένην . κείμενον . κειμένος . κείμενος . κειράμενος . κείραντος . κείρασθαι . κειράσθω . κειρία . κειρίαις . κείροντος . κείρω . Κείς . κεῖται . κεκαθαρισμένους . κεκαθαρμένους . κεκάθικεν . κεκαλυμμένον . κεκαυμένῳ . κεκαυστηριασμένων . κεκαυτηριασμένων . κεκαύχημαι . κεκένωται . κεκερασμένου . κεκλεισμένον . κεκλεισμένων . κέκλεισται . κέκληκεν . κεκληκότι . κεκληκώς . κεκλημένοι . κεκλημένοις . κεκλημένος . κεκλημένους . κεκλημένων . κεκληρονόμηκεν . κέκληται . κέκληταί . κέκλικεν . κέκμηκας . κεκοιμημένων . κεκοίμηται . κεκοίνωκεν . κεκοινωμένους . κεκοινώνηκεν . κεκονιαμένε . κεκονιαμένοις . κεκοπίακα . κεκοπίακας . κεκοπιάκασιν . κεκοπιάκατε . κεκοπίακες . κεκοπιακὼς . κεκορεσμένοι . κεκοσμημένην . κεκοσμημένοι . κεκοσμημένον . κεκόσμηται . κέκραγεν . κεκράξονται . κεκρατηκέναι . κεκράτηνται . κέκρικα . κεκρίκατέ . κεκρίκει . κέκρικεν . κεκριμένα . κέκριται . κεκρυμμένα . κεκρυμμένον . κεκρυμμένος . κεκρυμμένου . κεκρυμμένῳ . κέκρυπται . κεκυρωμένην . κελεύεις . κέλευμα . κελεύσαντες . κελεύσαντος . κελεύσας . κελεύσματι . κέλευσον . κέλευσόν . κελεύω
 


Home Page of the Modern Literal Version.


ModernLiteralVersion.org © Copyright by G. Allen Walker for the MLV Team, all rights reserved.
Modern Literal Version, © Copyright by G. Allen Walker for the MLV Team, see copyright information inside the book.
The New Koine Greek Textbook Series 1-5 (so far) © Copyright by G. Allen Walker for the MLV Team, see copyright information inside the book.

The glory is for God!
Jesus is Lord of all.